- χαλαστής
- οκαταστροφέας, ανατροπέας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χαλαστής — ο, ΝΜ [χαλῶ] αυτός που χαλάει, που σκοτώνει, καταστροφέας («Χάρος χαλαστής... και πλάστης Χάρος», Κ. Παλαμ.) … Dictionary of Greek
καστροχαλαστής — καστροχαλαστής, ὁ (Μ) αυτός που κατέστρεφε τα κάστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάστρον + χαλαστής (< χαλῶ)] … Dictionary of Greek
μαστροχαλαστής — ο (ειρωνικά) άτομο το οποίο επιχειρεί συνεχώς να μαστορέψει κάτι και, αντί να τό διορθώσει, τό κάνει χειρότερο, κακός μάστορης. [ΕΤΥΜΟΛ. < μαστρο * + χαλαστής (< χαλώ)] … Dictionary of Greek
ξεθεμελιωτής — ο αυτός που καταστρέφει απ τα θεμέλια, χαλαστής, καταστροφέας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)